- επικτυπώ
- ἐπικτυπῶ, -έω (AM)προκαλώ θόρυβο χτυπώντας επάνω σε κάτι (α. «τοῑν ποδοῑν ἐπικτυπῶν βάδιζε», Αριστοφ.β. σάκεα ξιφέεσσιν ἐπέκτυπον, Απολλ. Ρόδ.)μσν.καταφέρω χτυπήματααρχ.αντηχώ («πᾱς δ’ ἐπεκτύπησ’ Ὄλυμπος»).
Dictionary of Greek. 2013.